Κροίσος — (6ος αι. π.Χ.). Ο τελευταίος βασιλιάς της Λυδίας (560 546 π.Χ.). Μετά την ενίσχυση της περσικής δύναμης, που υπήρξε έργο του Κύρου, διαισθάνθηκε την απειλή η οποία δημιουργήθηκε στα παλαιά σύνορα Λυδίας Περσίας στον ποταμό Άλυ (τα οποία είχαν… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
Λυδός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Λυδίας. Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από αυτόν, ενώ ονομαζόταν μέχρι τότε Μαιονία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευε πριν από τη δυναστεία των Ηρακλειδών, ενώ ο Στράβων αναφέρει ότι ο Λ … Dictionary of Greek
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
Μαιονία — Αρχαιότατη ονομασία της Λυδίας, περιοχής της Μικράς Ασίας κατά την αρχαιότητα. Στους κατοπινούς χρόνους, Μ. ονομαζόταν το διαμέρισμα της Λυδίας που βρισκόταν μεταξύ του άνω ρου του ποταμού Έρμου και των συνόρων της Μυσίας με τη Φρυγία. Σύμφωνα με … Dictionary of Greek
Πακτωλός — Αρχαία ονομασία του Σαρτσάι, μικρού ποταμού της Λυδίας, που πηγάζει από το όρος Τμώλος, περνάει κοντά από τα ερείπια των Σάρδεων και συμβάλλει στον Έρμο ποταμό. Από τους αρχαίους ονομαζόταν και Χρυσορρόας επειδή στα νερά του κυλούσε και άμμος με… … Dictionary of Greek
Πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… … Dictionary of Greek
Αξάριο — Ελληνικήονομασία της τουρκικής πόλης Ακχισάρ. Κυριεύτηκεαπό τους Τούρκους την εποχή του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου (13ος αι.). Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών (1922) υπήρχε εκεί σημαντική ελληνική μειονότητα, με 4.000 άτομα μόνο μέσα … Dictionary of Greek